- ακαμάτευτος
- (I)-η, -ο [καματεύω]1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.————————(II)-η, -ο(για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια, που οι βλαστοί του είναι σταφυλοφόροι.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + ακαμάτηςαναλογικός σχηματισμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -εύωπρβλ. βασιλεύω-αβασίλευτος, νοθεύω-ανόθευτος κ.τ.ό.].
Dictionary of Greek. 2013.